επαμπεχω

επαμπεχω
    ἐπαμπέχω
    ἐπ-αμπέχω
    (fut. ἐπαμφέξω, aor. 2 ἐπήμπισχον - inf. ἐπαμπισχεῖν, part. ἐπαμπισχών)
    1) класть кругом, насыпать вокруг
    

ἐ. γῆν τινι Eur. — засыпать землей, т.е. хоронить кого-л.

    2) перен. окутывать, скрывать
    

(ὕβρει καὴ κόμπῳ τι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επαμπεχω" в других словарях:

  • επαμπέχω — ἐπαμπέχω και ἐπαμπίσχω (Α) 1. επικαλύπτω («ὕβρει δὲ καὶ κόμπῳ ἐπαμπέχειν ἐβούλοντο», Πλούτ.) 2. μέσ. ἐπαμπέχομαι καλύπτομαι, καλύπτω τον εαυτό μου (α. «δέρμα ἰσχυρὸν ἐπαμπέχεται», Πλούτ. β. «γῆν καὶ ὕδωρ καὶ ἀέρα και τὰ ἐκ τούτων ἐπαμπίσχεται»,… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαμπεχομένην — ἐπαμπέχω put on over pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαμπεχομένοις — ἐπαμπέχω put on over pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαμπεχόμενα — ἐπαμπέχω put on over pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαμπέχειν — ἐπαμπέχω put on over pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαμπέχεται — ἐπαμπέχω put on over pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»